- σκώμματα
- σκώ̱μματα , σκῶμμαjestneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Anthestéries — Œnochoé des Anthestéries, v. 430 390 av. J. C., musée du Louvre. Les Anthestéries (en grec ancien Ἀνθεστήρια / Anthestếria, de … Wikipédia en Français
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
διασκώπτω — (Α) 1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον 2. ( ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον … Dictionary of Greek
ευσκωμμοσύνη — εὐσκωμμοσύνη, ἡ (Α) [ευσκώμμων] ετοιμότητα, επιδεξιότητα σε σκώμματα ή σε ανταπαντήσεις … Dictionary of Greek
εύπολις — (; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος… … Dictionary of Greek
θεσμοφόρια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Θεσμοφόρας Δήμητρας, σχετική με τη γονιμότητα της γης και την ευγονία των γυναικών. Τα Θ., στα οποία μετείχαν μόνο έγγαμες γυναίκες, τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (μέσα Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), που συνέπιπτε με … Dictionary of Greek
μαισωνικός — μαισωνικός, ή, όν (Α) [Μαίσων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαίσωνα 2. φρ. «μαισωνικὰ σκώμματα» χονδροειδή αστεία … Dictionary of Greek
ομηρομάστιξ — ὁμηρομάστιξ, ιγος, ὁ (ΑΜ) μσν. στον πληθ. οἱ ὁμηρομάστιγες οι επικριτές τού Ομήρου αρχ. προσωνυμία που αποδόθηκε στον γραμματικό Ζωίλο για τις μικροπρεπείς επικρίσεις του σχετικά με τα ομηρικά έπη και για τα σκώμματα που διατύπωσε για τον ποιητή… … Dictionary of Greek